- μεθυποδούμαι
- μεθυποδοῡμαι, -έομαι (Α)φορώ παπούτσια άλλου, αλλάζω τα παπούτσια μου με τα παπούτσια άλλου («μεθυπεδησάμην μιμουμένη σε καὶ κτυποῡσα τοῑν ποδοῑν», Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + ὑποδοῦμαι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.